- χρονοφωτογραφώ
- -έω, Ν [χρονοφωτογράφος]φωτογραφώ τις κινήσεις αναλύοντάς τις σε ίσα και μικρά χρονικά διαστήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρονοφωτογράφηση — η, Ν [χρονοφωτογραφώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρονοφωτογραφώ, μέθοδος φωτογραφικής ανάλυσης τών κινήσεων … Dictionary of Greek